- κορμίον
- κορμίον, τὸ (ΑM)βλ. κορμί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορμίον — small log neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμία — κορμίον small log neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμίου — κορμίον small log neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] … Dictionary of Greek
επικόρμιον — ἐπικόρμιον, τὸ (Μ) επικόπανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορμίον (< κορμός)] … Dictionary of Greek
κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… … Dictionary of Greek